παρεξωθώ

παρεξωθώ
-έω, Α [εξωθώ]
ωθώ, σπρώχνω πλαγίως κάτι προς τα έξω, βγάζω κάτι από την θέση του σπρώχνοντάς το από τα πλάγια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”